σαββάτωσις

σαββάτωσις
σαββάτωσις
disease of the groin
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαββάτωσις — ώσεως, και σαββώ, οῡς, ἡ, Α (στην Αίγυπτο) ονομασία νόσου με έδρα την περιοχή τού περινέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατον + κατάλ. ωσις μέσω ενός ρ. *σαββατῶ, όω. Ο τ. σαββώ αποτελεί λ. τού καθημερινού λεξιλογίου με κατάλ. ώ] …   Dictionary of Greek

  • σαββάτωσιν — σαββάτωσις disease of the groin fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”